Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευφωνώ — εὐφωνῶ, έω (Α) [εύφωνος] έχω καλή φωνή … Dictionary of Greek
ευφώνησις — εὐφώνησις, ἡ (Μ) [ευφωνώ] καλή ποιότητα φωνής … Dictionary of Greek